Ο μαθητής με τη μουσική μπορεί να καλλιεργήσει το ήθος και το χαρακτήρα του.
Όργανα Μουσικής
Κλασική Κιθάρα: Η κλασική κιθάρα είναι μια κιθάρα με έξι χορδές. Ανήκει ως είδος στα χορδόφωνα και με αυτήν παίζεται κυρίως κλασική μουσική, αν και χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλου τύπου ρεπερτόριο.
Στην κλασική κιθάρα χρησιμοποιούνται τα δάκτυλα και όχι η πένα. Η διαφορά από την ακουστική κιθάρα σε ζητήματα τεχνικής κατασκευής και ήχου είναι πολύ μεγάλη, παρ’ όλο που η εξωτερική εμφάνιση ενίοτε ξεγελά, ιδιαίτερα στις κιθάρες φλαμένκο. Το μέγεθος κάποιας κλασικής κιθάρας μπορεί να είναι συνήθως 3/4 ή 4/4.
Πιάνο: Το πιάνο είναι μουσικό όργανο, που εντάσσεται στην κατηγορία των πληκτροφόρων Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο μετά το εκκλησιαστικό όργανο. Ο μουσικός που χειρίζεται το πιάνο λέγεται πιανίστας. Παίζεται με πλήκτρα, σε οριζόντια διάταξη, τα οποία όταν πατηθούν από τα δάκτυλα του πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους.
Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε πλήκτρο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν Ρολ, καθώς και στη λαϊκή και στην κλασσική μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Τα πιάνα διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: α) τα όρθια πιάνα, οι χορδές των οποίων φέρονται σε κάθετη διάταξη με το επίπεδο των πλήκτρων και β) τα λεγόμενα πιάνα με ουρά, οι χορδές των οποίων βρίσκονται σε οριζόντια διάταξη ως προς το έδαφος.
Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει «πιάνο» (piano) που στην ιταλική γλώσσα -και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους- σημαίνει σιγά. Το πρώτο πιάνο, το πιανοφόρτε ή φορτεπιάνο (pianoforte και fortepiano), όπως ονομάζονταν, (δηλαδή απαλά-δυνατά), εφευρέθηκε το 1711 από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι (Bartolomeo Cristofori). Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (Clavichord) και το τσέμπαλο.
Η έκτασή του είναι 7⅓ οκτάβες με 88 πλήκτρα αν και ορισμένα μοντέλα της Bösendorfer έχουν έκταση 8 οκτάβων. Και οι δύο τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Σε ένα πιάνο υπάρχουν συνήθως 52 λευκά πλήκτρα (από ελεφαντόδοντο ή άσπρο πλαστικό υλικό) και 36 μαύρα πλήκτρα (είτε από έβενο είτε από μαύρο πλαστικό υλικό).
Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί κρούεται από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο ή τρία πεντάλ κάτω στο κέντρο, στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό (una corda): πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που στα όρθια πιάνα μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος ενώ στα πιάνα με ουρά κινεί τα σφυράκια παράλληλα με τις χορδές έτσι ώστε να χτυπούν μόνο την μία από τις διπλές και τριπλές χορδές (εξ ου και το όνομα una corda – μια χορδή) κάνοντας τον ήχο πάλι πιο απαλό. Το δεξί πεντάλ, που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ, ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.
Κρουστά: Τα κρουστά είναι μεγάλη οικογένεια μουσικών οργάνων. Ονομάζονται καθ’ αυτόν τον τρόπο επειδή η μέθοδος διέγερσης αυτών των οργάνων είναι η κρούση: ο παραγόμενος ήχος προκαλείται χτυπώντας το όργανο (ή μέρος αυτού) με κάποιο ειδικό εξάρτημα (λ.χ., μπαγκέτα) ή με τα χέρια.
Τα κρουστά όργανα ταξινομούνται σε δύο κύριες υποκατηγορίες, τα μεμβρανόφωνα και τα ιδιόφωνα: Τα μεν αποτελούνται από ένα συνήθως κυλινδρικό σώμα που φέρει τεντωμένη μεμβράνη στα ανοίγματά του, ενώ τα δε κρούονται καθ’ ολοκληρίαν (δηλαδή, κτυπώντας οποιοδήποτε σημείο του σώματός τους). Στα μεμβρανόφωνα περιλαμβάνονται τα τυμπάνια, το νταούλι, το ταμπούρο και άλλα. Στα ιδιόφωνα κρουστά εντάσσονται τα κύμβαλα (ή πιατίνια), το ξυλόφωνο, οι καστανιέτες, το ντέφι και άλλα.
Αξίζει να σημειωθεί πως ένα σύνολο τυμπάνων (γνωστό στην ελληνική ως τύμπανα ή και ντραμς) αποτελείται από μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα κρουστά.
Τύμπανο: Τα τυμπάνια είναι κρουστά όργανα της κατηγορίας των μεμβρανόφωνων. Τα τυμπάνια της συμφωνικής ορχήστρας είναι ημισφαιρικοί λέβητες καλυμμένοι στο στόμιό τους με μεμβράνη από τεχνητό ή φυσικό δέρμα, το οποίο τεντώνει ή χαλαρώνει με ένα μηχανισμό που βρίσκεται στο χείλος του τύμπανου. Με αυτό τον τρόπο ρυθμίζεται το τονικό ύψος του ήχου που παράγει η μεμβράνη.
Ταμπούρο: Το ταμπούρο είναι τύμπανο με κοίλο κυλινδρικό σώμα από ξύλο ή μέταλλο, και τεντωμένες μεμβράνες ή κεφαλές στα δυο ανοίγματα του σώματός του. Αποτελεί βασικό μέλος των ορχηστρικών κρουστών οργάνων, καθώς και των τυμπάνων. Χαρακτηριστικό του ταμπούρου είναι ο σύντομος, τραχύς ήχος που παράγει, για τον οποίο οφείλονται οι – μεταλλικές συνήθως – χορδές που έχει στο κάτω μέρος του.
Κύμβαλα ή πιατίνια: Τα πιατίνια είναι λεπτά μεταλλικά κρουστά όργανα σε σχήμα πιάτου. Χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το μέγεθος τους και το είδος του μετάλλου που είναι κατασκευασμένα. Τα πιατίνια χρησιμοποιούνται συχνά στις ορχήστρες και στις παρελάσεις, επίσης αποτελούν βασικά τμήματα ενός σετ τυμπάνων.